χρονιάτικος

χρονιάτικος
η , ο годовой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χρονιάτικος" в других словарях:

  • χρονιάτικος — η, ο, Ν 1. αυτός που συμβαίνει κατά τη συμπλήρωση ενός έτους 2. το ουδ. ως ουσ. το χρονιάτικο ο ετήσιος μισθός ή το ετήσιο μίσθωμα 3. φρ. «χρονιάτικη μέρα» χρονιάρα μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. μην ιάτικος)] …   Dictionary of Greek

  • χρονιάτικος — η, ο 1. βλ. χρονιάρικος. 2. το ουδ. ως ουσ., χρονιάτικο σημαίνει το ετήσιο μίσθωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»